ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πουλαριάζω (ρ.) Αόρ. γ' Εν. π'λάριασεν [ˈplarʝasen] Ανακ. Παθ. Αόρ. π'λαριάστην [plaˈrʝastin] Ανακ., Ποτάμ. Μτχ. π'λαριασμένο [plarʝaˈzmeno] Ανακ., Φλογ. Από το ουσ. πουλάρι και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Για γυναίκα, μένω έγκυος ό.π.τ. : Ναίκα π'λάριασεν (Η γυναίκα γκαστρώθηκε) Ανακ. -Κωστ.Α. Πάλι π'λαριάστην (πάλι έμεινε έγκυος) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ.