πουλούχι
(ουσ. ουδ.)
π͑ουλ-λούχ̇ι
[pʰulˈluxi]
Φάρασ.
πουλούχ
[puˈlux]
Μισθ.
Από τουρκ. ουσ. pulluk (< σλαβ. plug) = βαρύ αλέτρι, όπου και διαλεκτ. τύπ. puluh (Tietze 2018: λ. puluğ/puluh/pulluk). Η λ. και Πόντ.
Σιδερένιο αλέτρι
ό.π.τ.
:
Oύτσα λάμιξαν ντα, 'δετσού ιτό δου πουλούχ τέτοια 'νdι … ναι, πουλούχ' 'νι τουρκικά αλέτρια
(Έτσι όργωναν, εδώ αυτό το σιδεράλετρο τέτοιο ήταν … ναι, πουλούχ είναι τουρκικά αλέτρια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ