πουλούχι
(ουσ. ουδ.)
π͑ουλ-λούχ̇ι
[pʰulˈluxi]
Φάρασ.
πουλούχ'
[puˈlux]
Μισθ.
π͑ούλουχ'
[pʰuˈlux]
Αξ., Τροχ.
Από τουρκ. ουσ. pulluk = βαρύ αλέτρι, όπου και διαλεκτ. τύπ. puluh.
Αλέτρι (σιδερένιο)
ό.π.τ.
:
Oύτσα λάμιξαν ντα, 'δετσού ιτό δου πουλούχ' τέτοια 'νdι … ναι, πουλούχ' 'νι τουρκικά αλέτρια
(Έτσι όργωναν, εδώ αυτό το σιδεράλετρο τέτοιο ήταν … ναι, πουλούχ είναι τουρκικά αλέτρια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ξ̑υλιού π͑ουλούχ’
(Ξύλινο αλέτρι)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
Σ̑ηριού π͑ουλούχ’
(Σιδερένιο αλέτρι)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555