πουρνό
(ουσ. ουδ.)
πουρνό
[purˈno]
Σίλατ.
πουρνί
[purˈni]
Γούρδ.
Από το μεσν. ουσ. πουρνόν (< μεσν. ουσ. πρωινόν < μεταγν. επίθ. πρωινός). Ο τύπ. πουρνί πιθ. αναλογ. προς το ουσ. πρωί. Πβ. και νεότ. θηλ. ουσ. πωρνή (Mackridge 2021: 65).
Πρωινό
ό.π.τ.