ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πουρουστίζω (ρ.) πουρουστίζω [purus'tizo] Μαλακ., Σινασσ. πουρουστώ [purus'to] Σινασσ. πουρουσ̑τιέου [puruˈʃtçeu] Φάρασ. Αόρ. πουρούγισα [puˈruʝisa] Μαλακ. μπουρούισα [buˈruisa] Σίλ. μπουλούισα [buˈluisa] Σίλ. Μτχ. πουρουστισμένος [purustiˈzmenos] Σινασσ. Από το τουρκ. ρ. buruşmak = ζαρώνω. Πβ. ποντ. πουρουσ̑ώνω = γίνομαι σκυθρωπός.
1. Ζαρώνω, μαραίνομαι ό.π.τ.
2. Ρυτιδιάζω ό.π.τ. : Mπουλούισ' πρόσ'που σου (Ζάρωσε το πρόσωπό σου) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ4