πουρτσάκ
(ουσ. ουδ.)
πουρτσ̑άκ
[purˈtʃak]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. burçak = ρόβι, όπου και διαλεκτ. τύπ. purçak.
Ρόβι
Συνών.
ρόβι