πούσι
(ουσ. ουδ.)
π͑ούσι
[ˈpʰusi]
Φάρασ.
Θηλ.
π͑ούσα
[ˈpʰusa]
Αφσάρ., Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. pus = α) ομίχλη β) μούχλα γ) ιστός που σχηματίζεται πάνω στο φύλλωμα.
1. Ομίχλη
ό.π.τ.
2. Άνεμος
Φάρασ.
:
|| Φρ.
Πηάγα κάγα σην π͑ούσα
(Πήγα και κάηκα στον άνεμο˙ Όταν κάποιος παραδεχόταν ότι απέτυχε)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
άνεμος, βοριάς, κρύος, ουρουσκιάρι, χαβάς
3. Ο σπόρος του γαϊδουράγκαθου που πετάει στον αέρα
ό.π.τ.