ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πούσι (ουσ. ουδ.) π͑ούσι [ˈpʰusi] Φάρασ. Θηλ. π͑ούσα [ˈpʰusa] Αφσάρ., Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. pus = α) ομίχλη β) μούχλα γ) ιστός που σχηματίζεται πάνω στο φύλλωμα.
1. Ομίχλη ό.π.τ.
2. Άνεμος Φάρασ. : || Φρ. Πηάγα κάγα σην π͑ούσα (Πήγα και κάηκα στον άνεμο˙ Όταν κάποιος παραδεχόταν ότι απέτυχε) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. άνεμος, βοριάς, κρύος, ουρουσκιάρι, χαβάς
3. Ο σπόρος του γαϊδουράγκαθου που πετάει στον αέρα ό.π.τ.