πούρτα
(επίρρ.)
πούρτα
[ˈpurta]
Μαλακ., Μισθ.
Από τα τοπ. επιρρ. πού και ορτά.
Ερωτηματικό τοπ. επίρρημα, πού, προς ποια μεριά;
ό.π.τ.
:
Πούρτα παίνεις;
(Πού πηγαίνεις;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Έλα κορίτσ̑', πούρτα 'σι;
(Έλα κοπελιά, πού είσαι;)
Μισθ.
-Φατ.
Τροποποιήθηκε: 16/07/2025