πούρτα
(επίρρ.)
πούρτα
[ˈpurta]
Μαλακ., Μισθ.
Από τα επιρρ. πού και ορτά.
Πού, προς ποια μεριά
ό.π.τ.
:
Πούρτα παίνεις;
(Πού πηγαίνεις;)
Μισθ.
-Κοτσαν.