πουσά
(ουσ. ουδ.)
πουσ̑ά
[puˈʃa]
Φλογ.
π͑ουσά
[pʰuˈsa]
Ανακ., Σίλατ.
πουσ̑ί
[pu'ʃi]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. pazı = α) ζύμη β) μπάλα ζύμης γ) φύλλο ζύμης δ) μαρέγκα, όπου και τύπ. pazu και pözü (Tietze 2018: λ. pazı ΙΙ, THADS, λ. pazu, pözü).
1. Είδος τυρόπιτας
Ανακ., Σίλατ.
3. Είδος γλυκίσματος με αλεύρι, βούτυρο και πετιμέζι, σαν σάμαλι
Φλογ.
4. Συνεκδοχ., η Κυριακή της Τυροφάγου, λόγω καταναλώσεως του ομώνυμου γλυκίσματος
Μαλακ., Φλογ.