ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πουσά (ουσ. ουδ.) πουσ̑ά [puˈʃa] Φλογ. π͑ουσά [pʰuˈsa] Ανακ., Σίλατ. πουσ̑ί [pu'ʃi] Μαλακ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. pazı = α) ζύμη β) μπάλα ζύμης γ) φύλλο ζύμης δ) μαρέγκα, όπου και τύπ. pazu και pözü (Tietze 2018: λ. pazı ΙΙ, THADS, λ. pazu, pözü).
1. Είδος τυρόπιτας Ανακ., Σίλατ.
2. Φύλλο ζυμαρικού Συνών. οκλαβού, φύλλο
3. Είδος γλυκίσματος με αλεύρι, βούτυρο και πετιμέζι, σαν σάμαλι Φλογ.
4. Συνεκδοχ., η Κυριακή της Τυροφάγου, λόγω καταναλώσεως του ομώνυμου γλυκίσματος Μαλακ., Φλογ.