πουσουλτίζω
(ρ.)
Αόρ.
πουσούλ’τσεν
[puˈsultsen]
Σινασσ.
Από το τουρκ. büzülmek = α) συρρικώνομαι β) μαζεύομαι από κρύο ή φόβο, όπου και διαλεκτ. τύπ. pusulmak.
Πβ.
μπουσουντίζω
Κρύβομαι σε μια γωνιά
Τροποποιήθηκε: 17/06/2025