ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πούφτες (επίρρ.) πούφτες [ˈpuftes] Σινασσ. πούφτα [ˈpufta] Ανακ. Aπό το αρχ. επίρρ. πούποτε, με αναλογ. ληκτικό -ς που εμφανίζεται σε πολλά τοπ. και χρον. επιρρ. Πβ. και μεσν. πούπετα.
Πουθενά ό.π.τ. : Πούφτιες δεν τον είδια (Δεν τον είδα πουθενά) Σινασσ. -Αρχέλ.