πούφτες
(επίρρ.)
πούφτες
[ˈpuftes]
Σινασσ.
πούφτα
[ˈpufta]
Ανακ.
Aπό το αρχ. επίρρ. πούποτε, με αναλογ. ληκτικό -ς που εμφανίζεται σε πολλά τοπ. και χρον. επιρρ. Πβ. και μεσν. πούπετα.
Πουθενά
ό.π.τ.
:
Πούφτιες δεν τον είδια
(Δεν τον είδα πουθενά)
Σινασσ.
-Αρχέλ.