ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πρακανάς (ουσ.) πρακανάς [prakaˈnas] Φάρασ. πραgανάς [pragaˈnas] Φάρασ. πρακανάδι [prakaˈnaði] Φάρασ. Πιθ. από το αμάρτ. μεσν. ουσ. πρακανάς, καταγραφόμενο μόνο ως τοπων. και επών. (βλ. PLP). Από αμάρτ. ουσ. κοπρανάς με μετάθ. των [k] και [p]. Πβ. και ν.ε. διαλεκτ. κοπροβάβουλας = σκαθάρι, κοπρολόγος = είδος εντόμου και ποντ. κοπρομούμουλο = είδος εντόμου. Ο τύπ. πρακανάδι σχηματίστηκε προς τον πληθ. πρακανάδε. Κατά τον Καρολίδη (1885: 208) η λ. συνδέεται ετυμολογικώς με το αρχ. επίθ. περκνός = σκουρόχρωμος, όπου και πρώιμ. μεσν. τύπ. πρεκνός (πβ. και πρώιμ. μεσν. επίθμ. πράκνος = σκουρόχρωμος).
Σκαθάρι : Έφυγε τζ' αγός, ξείλ'σεν σου πρακανά το φωλέ (Έφυγε ο λαγός (καταδιωκόμενος από τον αετό), κατέφυγε στην φωλιά του σκαθαριού) Φάρασ. -Lag. Σωρεύταν τα πραgανάδε· τζ̑ο δώκαν ντα σα σ̑έρε (Μαζεύτηκαν τα σκαθάρια· δεν παρέδωσαν (τον λαγό) στα νύχια (του αετού)) Φάρασ. -Dawk.