ποφτάρι
(ουσ. ουδ.)
ποφτάρ'
[pofˈtar]
κ.α., Σινασσ.
Αγν. ετύμ. Για την λ. βλ. Αρχέλαος (1899: 67).
1. Είδος γυναικείου παπουτσιού
2. Είδος γυναικείου κεφαλόδεσμου
Σινασσ.
Τροποποιήθηκε: 30/06/2025