πουτί
(ουσ. ουδ.)
πουτ͑ί
[puˈtʰi]
Αξ.
Μεσν. ουσ. πουττί, το οπ. πιθ. από το ιταλ. putta = πόρνη (Λεξ. Κριαρ.)
Αιδοίο
Συνών.
πιτίκα, πλακωτό :1, σύκο, τσιλίκα, υλιστήρι
Τροποποιήθηκε: 12/08/2025