τσιλίκα
(ουσ. θηλ.)
τσιλίκα
[tsi'lika]
Μισθ.
τσ̑ιλίκα
[tʃi'lika]
Ανακ., Αξ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çil(l)ik (< παλ. αρμεν. cilik 'κλειτορίδα') = αιδοίο (THADS 3, λ. çilik IV, çillik III). Κατά τον Καραποτόσογλου (2003: 216), από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çültü = γυναικείο αιδοίο.