τσιμίδι
(ουσ. ουδ.)
τσιμίδι
[tsiˈmiði]
Σινασσ.
Από το μεσν. ουσ. σιμίδιν = πολτός, το οπ. από το μεσν. ουσ. σιμιδία (γρ. σημηδία < λατιν. cimedia) (Παπαδόπουλος 1958-1961: λ. τζιμίδιν, Tzitzilis 1987α: 115) Η λ. Πόντ. ως τζιμίδιν με τη σημ. ‘πολτός, υπολειπόμενη μάζα σταφυλιών μετά την απόσταξη’.
Τα στέμφυλα μετά την απόσταξη.
Τροποποιήθηκε: 04/09/2025