τσιμένι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ιμέν’
[tʃiˈmen]
Αξ.
τσ̑εμένι
[tʃeˈmeni]
Αφσάρ., Σατ., Τσουχούρ.
τσ̑εμέν’
[tʃeˈmen]
Ανακ., Αξ., Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
τσεμέμι
[tseˈmemi]
Σατ.
τσεμέμ
[tseˈmem]
Μισθ.
τσ̑αμάμι
[tʃaˈmami]
Φάρασ.
τσ̑αμάμ'
[tʃaˈmam]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. çemen, όπου και διαλεκτ. τύπ. çaman (< αρμεν. çaman, Tietze 2016, λ. çemen I), πιθ. απώτερα αντιδάν. από το αρχ. κύμινον.
Τσιμένι, μοσχοσίταρο (Τριγωνέλλα η ελληνική, Trigonella foenum graecum), είδος μπαχαρικού που χρησιμοποιείται ιδίως στην παρασκευή παστουρμά
ό.π.τ.
:
Τάιμα έχου λέικκου τσ̑εμένι σο σπίτι
(Πάντα έχω λίγο τσιμένι στο σπίτι)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Nτου τσαμάμ', ντου τσ̑αμάμ' που βάζουν σου bαστουρμά απάνω, έσπερναμ' και τέτοιο τσαμάμι έσπερναμ' εε
(To τσιμένι, το τσιμένι που βάζουν επάνω στον παστουρμά, σπέρναμε και τέτοιο, τσιμένι σπέρναμε εε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Τσεμέν σουτζούκια
(Σουτζούκια με τσιμένι˙ είδος νηστίσιμου σουτζουκιού χωρίς κρέας με τσιμένι και άλλα μπαχαρικά)
Μισθ., Ανακ.
-Κωστ.Α.