ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιλικάν (ουσ. ουδ.) τσ̑ιλικάν [tʃiliˈkan] Αξ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. cılınga = πελεκούδι, σκλήθρο, όπου και τὐπ. cılga/cılğa = α) κλαδάκι β) πελεκούδι. Πβ. και τουρκ. çelik (και διαλεκτ. çilik) = κομμένο κλαδί (THADS 3, λ. cılınga, cılga II, Buran, 1997: 184).
Αποκλάδεμα για προσάναμμα Αξ.