τσιμαντόζ
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ιμανdόζ
[tʃiman'doz]
Αξ., Τροχ.
Αγν. ετύμ. Πιθ. από την τουρκ. φρ. çesm bendek = τυφλόμυγα. Eναλλακτικά πιθ. σχετίζεται με το ρ. τσιμπώ.
Παιδικό παιχνίδι σαν την τυφλόμυγα, όπου παίκτης με δεμένα μάτια προσπαθεί να πιάσει άλλους που τον τσιμπούν
Αξ., ό.π.τ.