ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιμαντόζ (ουσ. ουδ.) τσ̑ιμανdόζ [tʃiman'doz] Αξ., Τροχ. Αγν. ετύμ. Πιθ. από την τουρκ. φρ. çesm bendek = τυφλόμυγα. Eναλλακτικά πιθ. σχετίζεται με το ρ. τσιμπώ.
Παιδικό παιχνίδι σαν την τυφλόμυγα, όπου παίκτης με δεμένα μάτια προσπαθεί να πιάσει άλλους που τον τσιμπούν Αξ., ό.π.τ. Συνών. κιόρεμπε, μουλλώτικος :1
Τροποποιήθηκε: 13/08/2025