ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μουλλώτικος (επίθ.) μουλλώτικο [muˈlotiko] Σινασσ., Φλογ. μουλλώτικου [muˈlotiku] Μαλακ., Μισθ. Από το μεσν. επίθ. μουλλωτός = σιωπηρός, ύπουλος και το παραγωγ. επίθμ. -ικός.
1. Κρυφός, κρυμμένος ό.π.τ.
2. Μτφ., για ρούχα, εορταστικός Μαλακ., Φλογ.
3. Το ουδ. πληθ. ως ουσ., το παιχνίδι κρυφτό ό.π.τ. : Παίιξαμ', τι ντώεκα ντεκαπέντε χρονού παίιξαμ' μουλλώτικα (Παίζαμε, τι δώδεκα δεκαπέντε χρονών παίζαμε κρυφτό) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. καλέ, μπιτής
β. Παιχνίδι σαν τυφλόμυγα Μισθ.