ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μούλλωμα (ουσ. ουδ.) μούλλωμα [ˈmuloma] Γούρδ. μούλλουμα [ˈmuluma] Μισθ. μούγουμα [ˈmuɣuma] Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. μούλλωμα (Λεξ. Κριαρ., λ. μούλωμα), το οπ. από το ρ. μουλλώνω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Kρύψιμο Μισθ., Φάρασ. Συνών. κρύψιμο, πουστιέσιμο
β. Καμουφλάρισμα Φάρασ.
2. Πρόχωμα Γούρδ.