μούλλωμα
(ουσ. ουδ.)
μούλλωμα
[ˈmuloma]
Γούρδ.
μούλλουμα
[ˈmuluma]
Μισθ.
μούγουμα
[ˈmuɣuma]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. μούλλωμα (Λεξ. Κριαρ., λ. μούλωμα), το οπ. από το ρ. μουλλώνω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
β.
Καμουφλάρισμα
Φάρασ.
2. Πρόχωμα
Γούρδ.