μουζουλούχι
(ουσ. ουδ.)
μουζουλούχι
[muzuˈluçi]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. muzırlık = επιζήμια αταξία, συμμετοχή σε επιβλαβείς συμπεριφορές.
Ραδιουργία