μουζεβιρτσής
(επίθ.)
μιζαβουρτσ̑ής
[mizavurˈtʃis]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. müzevirci = σπιούνος, πληροφοριοδότης.
1. Συκοφάντης
Φάρασ.
2. Προδότης
Φάρασ.