μουκαγέτης
(επίθ.)
μουκαγέτσ̑ης
[mukaˈʝetʃis]
Αραβαν.
μουκαγέτσ'
[mukaˈʝets]
Μαλακ.
μουκαγέσ̑'
[mukaˈʝeʃ]
Αραβαν.
μουκαέτ'
[mukaˈet]
Τροχ.
μουκαγιάτ'
[mukaʹʝat]
Ουλαγ.
μουχαάτης
[muxaˈatis]
Μισθ.
μουχαάτ
[muxaˈat]
Μισθ.
Από το τουρκ. επίθ. muḳayyad (< αραβ. mukayyed), όπου και διαλεκτ. τύπ. mıhağat = α) περιορισμένος β) εγγεγραμμένος γ) επιμελής (THADS, λ. mıhağat). Πβ. και φρ. mukayyet olmak = προσέχω, φροντίζω και γίνουμαι μουκαέτης = φροντίζω, προνοώ (Λεξ. Κριαρ.).
1. Ως επίθ., αυτός που επιμελείται, φροντίζει
ό.π.τ.
:
Νίσκομαι μουκαγέτσ̑ης
(Φροντίζω)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ξέβα μουχαάτης για ατό
(Δείξε ενδιαφέρον για αυτό)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Μουκαγιάτ’ ’εν-νάτ’, με do ψυή γιαλβαρdάτ’ το Χεβό ας βρέξει
(Φροντίστε, με την ψυχή σας προσευχηθείτε στο Θεό να βρέξει)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Μουκαγιάτ’ έννατ’ απαπάνω τ’ do πισίκα με περνάσ’
(Προσέξτε να μην περάσει γάτα από πάνω του, ενν. πάνω από το νεκρό)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
2. Προσεκτικός
Ουλαγ., Τροχ.
:
Μουκαέτ' γενέτε, Γιαλαβάτς τζαμισί εν κορχολού μέρος
(Να προσέχετε, το τζαμί του Γιαλαβάτς είναι επίφοβο μέρος)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Μουκαγιάτ’ ’ίσκονdαι απαπάνω με περνάσουν
(Προσέχουν να μην περάσουν από πάνω του, ενν. να μην διασκελίσουν τον νεκρό)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
3. Το ουδ. ως ουσ., φροντίδα, έγνοια
Αραβαν.