μουκλά
(ουσ. ουδ.)
μουκλά
[muˈkla]
Μαλακ.
Από το παλαιότ. τουρκ. ουσ. mıklâ (< αραβ. muḳla) = α) τηγάνι β) διαλεκτ., τηγανητά αβγά, όπου και διαλεκτ. τύπ. mukla (Tietze 2019, λ. mıkla).