μουμπαντελέ
(ουσ. ουδ.)
μουμπαντελέ
[mubadeʹle]
Καππ.
Αρσ.
μουπατελάς
Φάρασ.
Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. mübadele = ανταλλαγή.
Η Ανταλλαγή των πληθυσμών
ό.π.τ.
:
Το να 'ινεί μουπατελάς σο νού μου τζ̑ο μπορώ ν' dα χωρέσω
(Το ότι θα γίνει Ανταλλαγή δεν μπορεί να το χωρέσει ο νούς μου)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Συνών.
ανταλλαγή