μουντερής
(ουσ. αρσ.)
μουdερής
[mudeˈris]
Αξ.
Από το μεσν. ουσ. μουτερίζης= καθηγητής, το οπ. από το τουρκ. ουσ. müderris (< αραβ. mudarris).
Καθηγητής