μουρνταλαντώ
(ρ.)
μουρνταλαdώ
[murdalaˈdo]
Σίλ.
μουdαρλατίζω
[mudarlaˈtizo]
Αφσάρ.
μουdαρλαΐζου
[mudarlaˈizu]
Σίλ.
Αόρ.
μουdαρλάισα
[mudarˈlaisa]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. murdarlamak = α) βρωμίζω, λερώνω β) χέζω (Redhouse).
Μολύνω
:
Κάτα μουdαρλάισιν του το νιαρό
(H γάτα μόλυνε το νερό)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Το μουντάρι μουνταρλατίζει τσ̑αι τα ’πομεινά
(Το μολυσμένο μολύνει και τα υπόλοιπα)
Αφσάρ.
-Αναστασ.