ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μουρνταλαντώ (ρ.) μουρνταλαdώ [murdalaˈdo] Σίλ. μουdαρλατίζω [mudarlaˈtizo] Αφσάρ. μουdαρλαΐζου [mudarlaˈizu] Σίλ. Αόρ. μουdαρλάισα [mudarˈlaisa] Σίλ. Από το τουρκ. ρ. murdarlamak = α) βρωμίζω, λερώνω β) χέζω (Redhouse).
Μολύνω : Κάτα μουdαρλάισιν του το νιαρό (H γάτα μόλυνε το νερό) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Το μουντάρι μουνταρλατίζει τσ̑αι τα ’πομεινά (Το μολυσμένο μολύνει και τα υπόλοιπα) Αφσάρ. -Αναστασ.