μουσαφίρης
(ουσ. αρσ.)
μουσαφίρης
[musaˈfiris]
Αφσάρ., Σινασσ., Τελμ.
μουσαφίρ'ς
[musaˈfirs]
Τσουχούρ.
μισαφίρης
[misaˈfiris]
Αξ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Τζαλ.
μισαφίρ'
[misaˈfir]
Ανακ., Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Τροχ., Τσαρικ.
μισεφίρης
[miseˈfiris]
Σινασσ.
μισαφούρ'
[misaˈfur]
Φάρασ.
Θηλ.
μουσαφούρ’τ͑σα
[musaˈfurtʰsa]
Φάρασ.
Πληθ.
μισαφίροι
[misaˈfiri]
Φλογ.
μισαφίρ’
[misaˈfir]
Φλογ.
μισαφούροι
[misaˈfuri]
Φάρασ.
μουσαφίροι
[musaˈfiri]
Φάρασ.
μισαφιραίοι
[misafiˈrei]
Ποτάμ.
μουσαφίρια
[musaˈfirʝa]
Ανακ., Μισθ.
Νεότ. ουσ. μουσαφίρης (Λεξ. Σομ.), το οπ. από τουρκ. ουσ. misafir = α) επισκέπτης β) ταξιδιώτης γ) ξένος (< αραβ. musāfir), όπου και διαλεκτ. τύπ. musafir.
Μουσαφίρης, φιλοξενούμενος, επισκέπτης
ό.π.τ.
:
Ψ̑ήνει φάιμα, φέρνει τα 'ς του μισαφίρη
(Μαγειρεύει φαγητό, το φέρνει στον φιλοξενούμενο)
Σίλ.
-Dawk.
«Το 'μόν ντα μισαφίρ' τι χαχ έχιτε να τα φέρετε σο χαπίς;» […] Ύστερα ξέβαλεν το μισαφίροι τ’, σάλ’σεν ντα σα σπίτια τ’νε
(Ποιο δικαίωμα έχετε να πάτε τους φιλοξενούμενούς μου στην φυλακή […] ύστερα έβγαλε τους φιλοξενούμενούς (από την φυλακή) και τους έστειλε στα σπίτια τους)
Φλογ.
-Dawk.
Μισαφίρης ντάμα μας να κάτσ̑’
(Ο επισκέπτης θα καθίσει μαζί μας)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ήρτε α μισαφούρ' σο σπίτι μας, ποίκα τα α φσονgάτος
(ήρθε ένας επισκέπτης στο σπίτι μας, του έφτιαξα μιά ομελέτα)
Φάρασ.
-Dawk.
Ήφαρε μαστόροι· έχτσε χάνε τζ̑αι κονάχι, τού ’χα νά ’ρτουνε οι μισαφούροι
(Έφερε μαστόρους ̇ έχτισε χάνια και ένα σπίτι, για τους ξένους)
Φάρασ.
-Dawk.
Εμείς έχομε δυό μουσαφίρια
(Εμείς έχουμε δύο φιλοξενούμενους)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Ατζ̑είνο ο νομάτ’ς του πνώνκανε ατζ̑εί οι μουσαφίροι, τσ̑ιπ τρώνκεν dα
(Εκείνος ο άνθρωπος, τους επισκέπτες που κοιμόντουσαν εκεί τους έτρωγε όλους)
Φάρασ.
-Dawk.
Χέκιξαμ’ μισαφιριούς σου καλόν ντ’ οdά να τσοιμηχούν
(Βάζαμε τούς επισκέπτες στο καλό δωμάτιο να κοιμηθούν)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Αύριο νά ΄ρθω να γενώ σο σπίτι σ' μουσαφίρης και να φάμε να πιούμε
(Αυριο θα έρθω να γίνω στο σπίτι σου μουσαφίρης να φάμε και να πιούμε)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ατσ̑οί τα κορτσόκκα μουγών’καν ντα, τζ̑ο θωρήνκαν ντα, τζ̑ο φερύνκαν ντα σάμου ερχούτουν κανείς σα μουσαφίρ’ς
(Αυτοί τα κορίτσια τα έκρυβαν, δεν θα έβλεπαν, δεν τα έφερναν (για να τα δουν) όταν κανείς ερχόταν ως επισκέπτης)
Τσουχούρ.
-VLACH
Ήρταν κάλοπολλα ασ' χώρας τα χωριά μισαφίρ'
(Ήρθαν πάρα πολλοί επισκέπτες από τα ξένα χωριά)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Να κρέψω ’να κορίτσ̑’ (…) τ’ μισεφιριούζ-ου-μ’ με το καλό να τα πάρ’ απέσω, να τα ταγίσ̑’ να τα ποτίσ̑’ και με τα γέλια να τα γιολ-λαdίσ̑’
(Θα ζητήσω ένα κορίτσι (…), τους επισκέπτες μου με το καλό να τους πάρει μέσα, να τους ταΐσει, να τους ποτίσει και με τα γέλια να τους ξεπροβοδίσει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Θέλεις να με ποίκεις μισαφίρη στο σπίτ’ σ΄ να κοιμηθώ απόψα;
(Θέλεις να πάρεις μουσαφίρη στο σπίτι σου να κοιμηθώ απόψε; Θέλεις να με φιλοξενήσεις απόψε;)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Φρ.
Μισαφίρ οdάς
(δωμάτιο για τους ξένους˙ ο ξενώνας)
Μισθ., Ανακ.
-Κωστ.Α.
’πόμ’ναν τα μάτια μ’, να μας έρτ’ μισαφίρης
(καρφώθηκε το βλέμμα μου, θα μας έρθει επισκέπτης˙ για την λαϊκή δοξασία ότι το κάρφωμα του βλέμματος προμηνύει επισκέψεις)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Έκριψι να ντου πάρ’νι μισαφίρ
(Ζήτησε να τον πάρουν μουσαφίρη˙ ζήτησε να τον φιλοξενήσουν)
Τσαρικ.
-Καραλ.
|| Παροιμ.
Όσα ξεύρει ο νοικοκύρης δεν τα ξεύρει ο μισεφίρης
(Όσα ξέρει ο νοικοκύρης δεν τα ξέρει ο μουσαφίρης˙ ο καθένας γνωρίζει καλύτερα τις δικές του υποθέσεις)
Σινασσ.
-Αρχέλ.