ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μουταμπίκ (επίθ.) μουταbούκ [mutaˈbuk] Φλογ. μι̂ταbι̂́κ [mɯtaˈbɯk] Ουλαγ. μι̂ταπι̂́κ [mɯtaˈpɯk] Αραβαν. μιταπούχ̇ι [mitapuˈxɯ] Φάρασ. Πληθ. μιταbίκ̇ια [mitaˈbɯca] Ουλαγ. μουταπούχια [mutaʹpuça] Τελμ. Από το τουρκ. επίθ. mutabık = σύμφωνος. Εσφαλμένα ο Ανδριώτης (1948: 78) ετυμολογεί τη λ. από το τουρκ. metbu = αφέντης, κύριος.
Σύμφωνος ό.π.τ. : ’πόμ'ναμ’ μι̂ταbι̂́κια (Μείναμε σύμφωνοι) Ουλαγ. -Κεσ. Άβουτσ̑α 'πόμ'νισκεινε μουταbούκ (Έτσι έμεινε σύμφωνος) Σίλ. -ΚΜΣ-CD