ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μούστος (ουσ. αρσ.) μούστος [ˈmustos] Μισθ., Φερτάκ. μούστο [ˈmusto] Γούρδ. Από το μεταγν. ουσ. μοῦστος.
Μούστος ό.π.τ. : Σταφύλια είχαμ’ πολλά· σταφύλια βράισκαμ’, τρώισκαμ’ γλυκά, μούστο, ρακού (Σταφύλια είχαμε πολλά · σταφύλια βρἀζαμε, τρώγαμε γλυκά, μούστο, ρακί) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Γίνιξαμ' μούστο σα φσ̑άχα γιαΐ τσ̑όδουν γουλτσ̑ύ (Δίναμε μούστο στα μικρά παιδιά επειδή ήταν γλυκός) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. σιράς :1