μούστος
(ουσ. αρσ.)
μούστος
[ˈmustos]
Μισθ., Φερτάκ.
μούστο
[ˈmusto]
Γούρδ.
Από το μεταγν. ουσ. μοῦστος.
Μούστος
ό.π.τ.
:
Σταφύλια είχαμ’ πολλά· σταφύλια βράισκαμ’, τρώισκαμ’ γλυκά, μούστο, ρακού
(Σταφύλια είχαμε πολλά · σταφύλια βρἀζαμε, τρώγαμε γλυκά, μούστο, ρακί)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Γίνιξαμ' μούστο σα φσ̑άχα γιαΐ τσ̑όδουν γουλτσ̑ύ
(Δίναμε μούστο στα μικρά παιδιά επειδή ήταν γλυκός)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
σιράς :1