ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μουτζούκ (ουσ. ουδ.) μουτσούχ [muʹtsux] Αραβαν. μουτσού [muʹtsu] Γούρδ. μϋτζΰκε [myʹdzyce] Φλογ. Από το διαλεκτ. τουρκ. ουσ. mucuk, όπου και τύπ. mücük = α) μικρή μύγα β) στρογγυλή και επίπεδη πέτρα που χρησιμοποιείται σε παιχνίδια βολής γ) η μάνα σε ομαδικά παιχνίδια (THADS, λ. mucuk II, mucuk V).
1. Μικρή μύγα Γούρδ.
2. Είδος αστραγάλου για παιχνίδι Αραβαν.
3. Είδος παιχνιδιού, τα πεντόβολα Φλογ.