μουτζούκ
(ουσ. ουδ.)
μουτσούχ
[muˈtsux]
Αραβαν., Γούρδ.
μουτσού
[muˈtsu]
Γούρδ.
μϋτζΰκε
[myˈdzyce]
Φλογ.
Από το διαλεκτ. τουρκ. ουσ. mucuk, όπου και τύπ. mücük = α) μικρή μύγα β) στρογγυλή και επίπεδη πέτρα που χρησιμοποιείται σε παιχνίδια βολής γ) η μάνα σε ομαδικά παιχνίδια (THADS, λ. mucuk II, mucuk V).
1. Μικρή μύγα
Γούρδ.
2. Είδος αστραγάλου για παιχνίδι
Αραβαν., Γούρδ.
3. Είδος παιχνιδιού, τα πεντόβολα
Φλογ.