μουσούντισμα
(ουσ. ουδ.)
μουσούνdισμα
[muˈsundizma]
Σινασσ.
Από το ρ. μουσουντώ και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. ουσ. umsuluk = έντονη επιθυμία εγκύου για συγκεκριμένη τροφή.
Λιγούρα εγκύου
Συνών.
κακοψύχημα, κακοψυχιά