μουταράς
(ουσ. αρσ.)
μουταράς
[mutaʹras]
Φάρασ.
μουνταρά
[mudaʹra]
Μισθ.
μουταρά
[mutaʹra]
Μισθ.
Πληθ.
μουταράδε
[mutaʹraðe]
Φάρασ.
Aπό το τουρκ. (< αραβ.) διαλεκτ. ουσ. mudara και mıdara = α) ως επίθ., άχρηστος, ανίκανος, ανεπαρκής, κακής ποιότητας β) ως ουσ., χρέος ευγνωμοσύνης γ) δύναμη, αντοχή. Η λ. και Πόντ. με την σημ. 1 (Παπαδόπουλος 1958-1961, λ. μουταρά η, Καραποτόσογλου 1985: 161-162).
1. Υποχρέωση
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Σου να μπαίν’ς χώρας τα μουταράδε, φά’ ξερό ψωμί και κρομμύδι
(Αντί να υποχρεώνεσαι σε ξένους, καλύτερα φάε ξερό ψωμί και κρεμμύδι˙ πρέπει κανείς να στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Προσποιητή φιλία εξ ανάγκης, υποκριτική φιλία
Μισθ.
:
Σ̑άνου μουταρά
(Προσποιούμαι τον φίλο)
Μισθ.
-Μακρ.
3. Καρτερία, αντοχή
Μισθ.