μούτλακα
(επίρρ.)
μούτλακα
[ˈmutlaka]
Αραβαν., Ουλαγ., Σεμέντρ.
μούτλαα
[ˈmutlaa]
Μισθ.
μούτλακ
[ˈmutlak]
Μαλακ., Ουλαγ.
μουτ͑λάχ
[mu'tʰlax]
Μισθ., Φάρασ.
νούτλακα
[ˈnutlaka]
Τελμ.
Από το τουρκ. επίρρ. mutlaka = οπωσδήποτε. Οι τύπ. μούτλακ και μουτ͑λάχ από το τουρκ. επίθ. mutlak = α) απόλυτος β) ως επίρρ., απολύτως, όπου και διαλεκτ. τύπ. mutlah. Πβ. νεότ. μούτλακ (Παναγιωτόπουλος κ.ά. 2007-2009: Α΄, 45).
Οπωσδήποτε, εξάπαντως
ό.π.τ.
:
Μούτλακα εκού πήε
(Οπωσδήποτε εκεί πήγε)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Έδεκε εμίρ dα χ̇ιρσίζια μούτλακα να dα πιάσων
(Έδωσε διαταγή να πιάσουν οπωσδήποτε τους κλέφτες)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Tο πού είνdαι νούτλακα ξεύρετέ το
(Το πού είναι σίγουρα το ξέρετε)
Τελμ.
-Dawk.
Μούτλαα ντετσ̑ού έφαιν
(Οπωσδήποτε εκεί έφαγε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Αν χιωρήεις ένα όρομα, gαι ντο σπίτι σ’ γιμώσ’ λερό, μούτλακ εκού χάνεται ’να κανείς
(Αν δεις όνειρο και το σπίτι σου γεμίσει νερό, οπωσδήποτε εκεί θα πεθάνει κάποιος)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
μουχακκάκ