ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μουχαρεμπές (ουσ. αρσ.) μουχαρεbέ [muxareˈbe] Αραβαν. μουχαρεπές [muxareˈpes] Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ. μουχαρεπέ [muxareˈpe] Φάρασ., Φλογ. μουχαρα̈πα̈́ς [muxaræˈpæs] Αφσάρ. μοχαρεμπές [moxareʹbes] Φάρασ. Πληθ. μουχαρεπέδια [muxareʹpeðʝa] Φλογ. Aπό το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. muharebe = α) πόλεμος β) μάχη.
Μάχη, πόλεμος ό.π.τ. : Aράdι̂ζε μαχανάρια να μποίκ' μουχαρεbέ και να πάρ' το Κάστρο ντεγί (Αναζητούσε προφάσεις για να κάνει πόλεμο και να πάρει το κάστρο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Πατισ̑άχος ξέβη μι το κορίτσ̑ι τ’ 'ντάμα απάνω σο γαλέ να χιωρήσουν το μουχαρεbέ (Ο βασιλιάς ανέβηκε μαζί με το κορίτσι του πάνω στον πύργο, να δουν την μάχη) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ο μουχαρεπές ήταν σ' ένα τσ̑άριν πάνου (Ο πόλεμος ήταν πάνω σε μιά τρίχα, δηλ. σε κρίσιμο σημείο) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Ερ να πασλατίσουμε χαρέτζα μουχαρεπέ μο τις χωρώτοι, πελάς α νάρτει σο τσουφάλι μας (Αν αρχίσουμε τώρα πόλεμο με τους χωρικούς θα μας έρθει μπελάς στο κεφάλι μας) Φάρασ. -Παπαδ. Νίγουται μουχαρεπέδια (Γίνονται μάχες, πόλεμοι) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Πιέστην σο μουχαρεπέ (Πιάστηκε στον πόλεμο, αιχμαλωτίστηκε) Φάρασ. -Παπαστ.-Καρακ. Ήρτιν ο μουχαρεπές, σκοτώθαν τα δύου φσ̑άχα (Ήρθε ο πόλεμος, σκοτώθηκαν τα δύο παιδιά) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Σο μέγον το Μοχαρεμπέ, ρωτάνκεν τα το χουκομέτι ατόνα μην είχαμε μαουζέρε ή μαρτίνε ή πόμπες (Στο Μεγάλο Πόλεμο (τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) τους ρώταγε η κυβέρνηση αν είχαμε τουφέκια μάουζερ ή μαρτίνια ή μπόμπες) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ.