μουχαρεμπές
(ουσ. αρσ.)
μουχαρεbέ
[muxareˈbe]
Αραβαν.
μουχαρεπές
[muxareˈpes]
Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ.
μουχαρεπέ
[muxareˈpe]
Φάρασ., Φλογ.
μουχαρα̈πα̈́ς
[muxaræˈpæs]
Αφσάρ.
μοχαρεμπές
[moxareʹbes]
Φάρασ.
Πληθ.
μουχαρεπέδια
[muxareʹpeðʝa]
Φλογ.
Aπό το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. muharebe = α) πόλεμος β) μάχη.
Μάχη, πόλεμος
ό.π.τ.
:
Aράdι̂ζε μαχανάρια να μποίκ' μουχαρεbέ και να πάρ' το Κάστρο ντεγί
(Αναζητούσε προφάσεις για να κάνει πόλεμο και να πάρει το κάστρο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Πατισ̑άχος ξέβη μι το κορίτσ̑ι τ’ 'ντάμα απάνω σο γαλέ να χιωρήσουν το μουχαρεbέ
(Ο βασιλιάς ανέβηκε μαζί με το κορίτσι του πάνω στον πύργο, να δουν την μάχη)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ο μουχαρεπές ήταν σ' ένα τσ̑άριν πάνου
(Ο πόλεμος ήταν πάνω σε μιά τρίχα, δηλ. σε κρίσιμο σημείο)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Ερ να πασλατίσουμε χαρέτζα μουχαρεπέ μο τις χωρώτοι, πελάς α νάρτει σο τσουφάλι μας
(Αν αρχίσουμε τώρα πόλεμο με τους χωρικούς θα μας έρθει μπελάς στο κεφάλι μας)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Νίγουται μουχαρεπέδια
(Γίνονται μάχες, πόλεμοι)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Πιέστην σο μουχαρεπέ
(Πιάστηκε στον πόλεμο, αιχμαλωτίστηκε)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
Ήρτιν ο μουχαρεπές, σκοτώθαν τα δύου φσ̑άχα
(Ήρθε ο πόλεμος, σκοτώθηκαν τα δύο παιδιά)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Σο μέγον το Μοχαρεμπέ, ρωτάνκεν τα το χουκομέτι ατόνα μην είχαμε μαουζέρε ή μαρτίνε ή πόμπες
(Στο Μεγάλο Πόλεμο (τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) τους ρώταγε η κυβέρνηση αν είχαμε τουφέκια μάουζερ ή μαρτίνια ή μπόμπες)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.