μουχουρτζής
(ουσ. αρσ.)
μουχουρτζής
[muxu rˈdzis]
Μισθ., Σινασσ., Τσαρικ.
Από το τουρκ. mühürcü = κατασκευαστής ή πωλητής σφραγίδων.
1. Αυτός που φτιάχνει σφραγίδες
Σινασσ.
2. Αρμόδιος για την φύλαξη των σφραγίδων
Μισθ.
3. Φοροεισπράκτορας που με ειδική ξύλινη σφραγίδα σφραγίζει τους σωρούς του καρπού για να μην κλέψουν οι αγρότες
Μισθ., Τσαρικ.