μοχλίο
(ουσ. ουδ.)
μοχλίο
[moxˈlio]
Φάρασ.
μουχλί
[muxˈli]
Αραβαν., Γούρδ.
Πληθ.
μουγλούια
[muˈɣluia]
Τροχ.
Απο το μεταγν. ουσ. μοχλίον, υποκορ. του αρχ. ουσ. μοχλός. Για τους τύπ. μουχλί και μουγλούια πβ. τουρκ. διαλεκτ. ουσ. muhlu και muğlu = μοχλός, αμφότερα δάν. από την ελλ. (βλ. Tzitzilis 1987α: 90). Η λ. και Πόντ. με τύπ. μουχλίν.
Μοχλός
ό.π.τ.