μπαγιλντίζω
(ρ.)
μπαγιλντίζω
[baʝilˈdizo]
Αξ.
μπαϊλντίζω
[bailˈdizo]
Αξ.
μπαγινdίζω
[baʝinˈdizo]
Μαλακ.
μπαγινdώ
[baʝinˈdo]
Μαλακ., Σίλατ.
μπαϊνdίζου
[bainˈdizu]
Μισθ.
μπαϊνdού
[bainˈdu]
Ουλαγ.
παγιρντάου
[paʝirˈdau]
Φάρασ.
παϊντίζω
[paiˈdizo]
Αφσάρ.
παϊdίζου
[paiˈdizu]
Φάρασ.
παϊντάω
[paiˈdao]
Φάρασ.
Αόρ.
μπαγίνd'σα
[baˈʝindsa]
Μισθ.
μπαΐνd'σα
[baˈindsa]
Μισθ.
μπαΐνσα
[baˈinsa]
Αξ., Αραβαν., Σίλατ.
μπαγίνσα
[baˈʝinsa]
Σίλατ.
παγίνσα
[paˈʝinsa]
Σίλατ.
παένσα
[paˈensa]
Σίλατ.
Μτχ.
μπαγινdημένο
[baʝindiˈmeno]
Σίλατ.
μπαϊνdημένο
[baindiˈmeno]
Σίλατ.
μπαϊλντισμένο
[baildiˈzmeno]
Αραβαν.
παϊνdισμένο
[paindiˈzmeno]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ρ. bayılmak = λιποθυμώ, όπου και διαλεκτ. τύπ. bayınmak (THADS, λ. bayınmak I). Πβ. νεότ. ρ. μπαϊλίζω (Mackridge 2021: 64).
1. Χάνω τις αισθήσεις μου, λιποθυμώ
ό.π.τ.
:
Πολλά 'τουν ρανήσ'νι δου όιμα μπαϊντίζ΄νι
(Πολλοί όταν δουν το αίμα λιποθυμούν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ντώκα δου σου τσουφάλ' τσι μπαΐνd'σιν
(Τον χτύπησα στο κεφάλι και έχασε τις αισθήσεις του)
Μισθ.
-Κοτσαν.
'τον ντο φόρ'σεν, μπαγίνσεν. Απού αργάς 'τον ήρταν εκεινιά τα ντελικανούγια, τράν'σαν το κορίτσ̑', μπαΐνσεν
(Όταν το φόρεσε (το δηλητηριασμένο ζωνάρι), λιποθύμησε. Όταν το βραδάκι ήρθαν εκείνα τα παλληκάρια (που προστάτευαν την κοπέλα), κοίταξαν την κοπέλα: ήταν λιπόθυμη)
Σίλατ.
-Dawk.
«Λεbέ, να έφαγα τα χρόνια μ'!», είπε και μπαΐνσε
(«Αλίμονο, να έτρωγα τα χρόνια μου!» (δηλ. να πέθαινα τώρα), είπε και λιποθύμησε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Τεβρίλσε κάτω, παγίλ’σε
(Έπεσε κάτω φαρδιά πλατιά, λιποθύμησε)
Μισθ.
-Pernot.Gall.
Τι έφκιανα δεν ήξευρα, μ' ερχούταν να παγινdήσω
(Τι έκανα δεν ήξερα, μου ερχόταν να λιποθυμήσω)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Σαν άνοιξεν η θύρα, παγίντζεν ο φιλάργυρος, τον ξύπ’σαν
(Όταν άνοιξε η πόρτα, λιποθύμησε ο φιλάργυρος, τον συνέφεραν)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Σα τα είδεν ατέ τη μία το φσ̑άχι πα'ίντζεν
(Όταν την είδε ξαφνικά, το αγόρι λιποθύμησε)
Σατ.
-Παπαδ.
Μπα'ίντ'σιν σπιτού ντου γεσίτς
(Λιποθύμησε στο κατώφλι του σπιτιού)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Φρ.
Μπαγίντσα ασ' σου γελαστό σ'
(Λιποθύμησα από τα γέλια˙ Ξεκαρδίστηκα στα γέλια)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Μπαΐνd'σι σου γέλαμα
(Λιποθύμησε από το γέλιο˙ Ξεκαρδίστηκε από τα γέλια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
χαλάνω
2. H παθ. μτχ., λιπόθυμος
ό.π.τ.
:
Τράν'σανε το κορίτσ̑' πάλι bαγινdημένο
(Κοίταξαν το κορίτσι και ήταν λιπόθυμο)
Σίλατ.
-Dawk.
Εκεί που ήτον παϊντισμέν' ξύψεν
(Εκεί που ήταν λιπόθυμη, ξύπνησε)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
β.
Κουρασμένος, ξεθεωμένος
Αραβαν.