ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μουχτάρης (ουσ. αρσ.) μουχτάρης [muxˈtaris] Μισθ., Σινασσ., Τσαρικ., Τσουχούρ., Φλογ. μουχτάρ' [muxˈtar] Φάρασ., Φλογ. μεχτάρης [mexˈtaris] Φάρασ. μιχτάρ [miˈxtar] Σατ. μεχτιάρ' [mexˈtçar] Τροχ. Πληθ. μιχτάροι [miʹxtari] Φάρασ. Απο το τουρκ. ουσ. muhtar, όπου και διαλεκτ. τύπ. mıhtar = κοινοτάρχης, δημογέροντας.
1. Αιρετός τοπικός αξιωματούχος, αντίστοιχο του δημάρχου ή κοινοτάρχη ό.π.τ. : Έριται ένα τζ̑άνταρμα και τσ̑ιγ̇ιρντά δυό Tούρκα απ΄ εκείνα απέσω και περπαίν' τα μουχτάρ' κοντά (Έρχεται ένας χωροφύλακας και φωνάζει δύο Τούρκους από αυτούς που ήταν μέσα και τους πηγαίνει στο μουχτάρη) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Ύστερα έρινται μουχτάρης, πατρίκος, παίρ'νε και εκείνα από λίγο και ύστερα τα γεμλικτζήδε (Ύστερα έρχονται ο μουχτάρης και ο κλητήρας, παίρνουν κι εκείνοι από λίγο, ενν. σιτάρι, και μετά οι φτωχοί ζητιάνοι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Μετράνκε τη σουρού μο το μεχτάρη ντάμα (Μετρούσε το κοπάδι μαζί με τον κοινοτάρχη) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ο μιχτάρ λένκαντα χαρκές πόσα έχει τζαι 'εμώνκεν τα το ταξί σα πέντε κατό (Ο μουχτάρης έλεγα πόσα έχει ο καθένας και γέμιζε το μερίδιο της διανομής, πέντε τοις εκατό) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Μουχτάρ' είνι πρόεδρος, μουντούρ' είνι νομάρχης (Μουχτάρης είναι ο πρόεδρος της κοινότητας, μουδούρης είναι ο νομάρχης) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
2. Εκλεγμένος αρχηγός Φάρασ. : Τα τζ̑αναβάρα, μετ’ ε μούγκρισμα, έβκαλαν το ’ρκούδι μεχτάρη σ̑ο μενdζ̑ιλίσ̑ι (Τα αγρίμια του βουνού με ένα μουγκρητό έβγαλαν την αρκούδα πρόεδρο στην συνέλευση) Φάρασ. -Παπαδ.
3. Kατ' επέκτ., δημογέροντας, προύχοντας Φάρασ. : Πήγ' ορτά σις μιχτάροι τζ̑' είπεν ατό του είδε τ' όργο (Πήγε κατευθείαν στους δημογέροντες και είπε αυτό το συμβάν που είδε) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ.