μουχαμπέτι
(ουσ. ουδ.)
μουχαbέτι
[muxaˈbeti]
Φάρασ.
μουχαbέτ'
[muxaˈbet]
Μισθ., Ουλαγ.
μουχαbέσ̑'
[muxaˈbeʃ]
Αραβαν.
μουχαπέτ͑ι
[muxaˈpetʰi]
Φάρασ.
μουχαπέτ'
[muxapet]
Τελμ.
μουχαπα̈́τι
[muxaˈpæti]
Αφσάρ.
Πληθ.
μουχαπέτσ̑α
[muxaˈpetʃa]
Σίλ.
Νεότ. ουσ. μουχαμπέτι (Mackridge 2021: 40), το οπ. από το τουρκ. ουσ. muhabbet = α) αγάπη β) φιλία γ) φιλική συνομιλία, συναναστροφή.
1. Φιλική συναναστροφή, καλή παρέα
Τελμ., Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Πολύ σ' 'α σπίτι μη πας τσ̑' έρτσ̑εσαι· 'α σηκωθεί ταρνά το μουχαbέτι σας
(Μην πηγαινοέρχεσαι πολύ σε ένα σπίτι· θα τελειώσει γρήγορα η καλή παρέα σας˙ Δεν πρέπει κανείς να γίνεται φορτικός)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Διασκέδαση, γλέντι
ό.π.τ.
:
Με το μουχαbέτ' γκετσ̑ίρντινισ̑γκαν το ο̈μϋρϋ τ'
(Με διασκέδαση περνούσαν την ζωή τους)
Ουλαγ.
-Dawk.
Ντου μουχαbέτ' μας τσ̑όδουν μόνο 'τουν χόριβαμ’ σ’ νεκκλησ̑ά ομbρό ή σα γάμουϊα
(Η διασκέδαση μας ήταν μόνον όταν χορεύαμε μπροστά στην εκκλησιά ή σε γάμους)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Ασμ.
Κατά χρόνο ’μεις έχουμεν αντέτι | Σήμερον πάλι έχομ’ μουχαbέτι
(Kάθε χρόνο εμείς έχουμε έθιμο | σήμερα πάλι έχουμε διασκέδαση) Φάρασ. -ΚΜΣ-Τραγ.
(Kάθε χρόνο εμείς έχουμε έθιμο | σήμερα πάλι έχουμε διασκέδαση) Φάρασ. -ΚΜΣ-Τραγ.