μουτσουζέτι
(ουσ. ουδ.)
μουτσ̑ουζέτ͑ι
[mutʃuˈzetʰi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. mucize = θαύμα (< αραβ. muˁciza(t)).
Θαύμα
Συνών.
θαύμα