ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μουστερής (ουσ. αρσ.) μουσ̑τερής [muʃteˈris] Αραβ., Μαλακ., Τροχ., Φάρασ. μισταρής [mistaˈris] Μισθ. Πληθ. μουσ̑τερήδοι [muʃteˈriði] Μαλακ. μιστεροί [misteˈri] Τσαρικ. Νεότ. ουσ. μουστερής (Λεξ. Κριαρ.), το οπ. από το τουρκ. müşteri = πελάτης. Η λ. με την σημ. ‘άνθρωπος που μεταφέρει ερωτικά μηνύματα’ με επίδρ. του τουρκ. muştu = χαρμόσυνα νέα.
1. Πελάτης Αραβ., Τροχ., Φάρασ. : Μουστερής δεν ανgλάτανε το έκλεψαμ’ (Ο πελάτης δεν καταλάβαινε αυτό που κλέψαμε) Τροχ. -ΚΜΣ-ΚΠ289
2. Μτφ., ο ενδιαφερόμενος για κάτι και ειδικότ., ο υποψήφιος γαμπρός Μισθ., Τσαρικ., Φάρασ.
3. Άνθρωπος που μεταφέρει γαμήλιες προτάσεις ή ερωτικά μηνύματα Μισθ. : Σάλνταναμ' ντου μισταρή να γκιαλαέψ’ για φσ̑αχού ντου εβλέdημα (Στέλναμε τον μεσολαβητή να μιλήσει για το παντρολόγημα των παιδιών) Μισθ. -Κοτσαν.