μουστερής
(ουσ. αρσ.)
μουσ̑τερής
[muʃteˈris]
Αραβ., Μαλακ., Τροχ., Φάρασ.
μισταρής
[mistaˈris]
Μισθ.
Πληθ.
μουσ̑τερήδοι
[muʃteˈriði]
Μαλακ.
μιστεροί
[misteˈri]
Τσαρικ.
Νεότ. ουσ. μουστερής (Λεξ. Κριαρ.), το οπ. από το τουρκ. müşteri = πελάτης. Η λ. με την σημ. ‘άνθρωπος που μεταφέρει ερωτικά μηνύματα’ με επίδρ. του τουρκ. muştu = χαρμόσυνα νέα.
1. Πελάτης
Αραβ., Τροχ., Φάρασ.
:
Μουστερής δεν ανgλάτανε το έκλεψαμ’
(Ο πελάτης δεν καταλάβαινε αυτό που κλέψαμε)
Τροχ.
-ΚΜΣ-ΚΠ289
2. Μτφ., ο ενδιαφερόμενος για κάτι και ειδικότ., ο υποψήφιος γαμπρός
Μισθ., Τσαρικ., Φάρασ.
3. Άνθρωπος που μεταφέρει γαμήλιες προτάσεις ή ερωτικά μηνύματα
Μισθ.
:
Σάλνταναμ' ντου μισταρή να γκιαλαέψ’ για φσ̑αχού ντου εβλέdημα
(Στέλναμε τον μεσολαβητή να μιλήσει για το παντρολόγημα των παιδιών)
Μισθ.
-Κοτσαν.