μουσουντώ
(ρ.)
μουσουνdώ
[musunˈdo]
Σινασσ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. umsunmak = επιθυμώ κάτι πολύ έντονα, ποθώ (Tietze 2019: λ. umsun-).
Για εγκύους, λιγουρεύομαι συγκεκριμένες τροφές
Συνών.
κακοψυχώ