ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κακοψυχώ (ρ.) κακοψυχώ [kakopsiˈxo] Ανακ., Δίλ., Μισθ., Σινασσ., Τσαρικ., Φερτάκ. κακοψ̑υχώ [kakopʃiˈxo] Αξ., Αραβαν., Δίλ., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλ., Φλογ. Μεσν. ρ. κακοψυχῶ = ασθενώ βαριά. Η λ. και Βιθυν., Θράκ., Τσακων.
1. Είμαι έγκυος Μισθ., Σίλ. Συνών. γγαστρώνω
2. Για έγκυο γυναίκα, επιθυμώ, έχω λιγούρα ό.π.τ. : Κακοψυχώ, καργιά μ’ κρεύ’ γκεγικιού κιριάς (έχω λιγούρα, η καρδιά μου θέλει κρέας ελαφιού) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Κακοψυχά νύφ' (H έγκυος έχει λιγούρες) Τσαρικ. -Καραλ. Κακοψυχά νύφ’ τσ̑ι ζηλεύ’ (Έχει λιγούρες η έγκυος και επιθυμεί ό,τι της μυρίσει) Μισθ. -Κωστ.Μ. Κακοψ̑ύχ'σεν ψάρια (Λιγουρεύτηκε ψάρια) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Φέρισ̑καμ’ και σομόνια μαλακά μαλακά, για να μη κακοψυχά ναίκα (Φέρναμε και ψωμάκια μαλακά μαλακά, για να μην έχει λιγούρες η ετοιμόγεννη γυναίκα) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Συνών. μουσουντώ