καλαϊτζής
(ουσ. αρσ.)
qαλαϊτζής
[qalaiˈdzis]
Μαλακ.
γαλαϊτσής
[ɣalaiˈtsis]
Φάρασ.
γαλαϊτ͑σ̑ής
[ɣalaiˈtʰʃis]
Φάρασ.
γαλατσής
[ɣalaˈtsis]
Σινασσ.
χαλαϊτζής
[xalaiˈdzis]
Αραβ.
γαλαdζής
[ɣalaˈdzis]
Μισθ., Τροχ.
Από το τουρκ. ουσ. kalaycı = γανωτής.
Γανωτής
ό.π.τ.