ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καλακόνι (ουσ. ουδ.) καλακόνι [kalaˈkoni] Φάρασ. Από το αρμεν. ουσ. գայլիկոն [gajlikon] = τρυπάνι. Κατά τον Dawkins (1921: 48) παρετυμολ. από το μεσν. ουσ. παρακόνιν = λίμα. Μάλλον δεν σχετίζεται με την φρ. καλά + ακόνι.
Tρυπάνι : Τρυπάνκαμεν ντα μο το καλακόνι (Τα τρυπούσαμε με το τρυπάνι) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ.