μπουργού
(ουσ. ουδ.)
μπουργού
[burˈɣu]
Μαλακ., Τροχ.
πουργού
[purˈɣu]
Σινασσ.
πουργούς
[purˈɣus]
Σινασσ., Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. burgu = τρυπάνι.
Τρυπάνι
ό.π.τ.