μπουναντίζω
(ρ.)
Αόρ.
μπουνάντ’σα
[buˈnandsa]
Σινασσ.
Μτχ.
πουνανdισμένος
[punandiˈzmenos]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ρ. bunamak = ξεμωραίνομαι, χάνω τη διανοητική μου ικανότητα λόγω γήρατος.
1. Γερνώ
2. Μτχ., ξεμωραμένος, που λόγω γήρατος έχει χάσει τη διανοητική του ικανότητα
Τροποποιήθηκε: 20/06/2025