μπουνταλάς
(επίθ.)
μπουνταλάς
[budaˈlas]
Σινασσ.
μπουταλά
[butaˈla]
Μαλακ.
πουταλά
[putaˈla]
Φάρασ.
Πληθ.
μπουταλάδια
[butaˈlaðʝa]
Μαλακ.
μπουταλάια
[butalaja]
Μισθ.
Από το τουρκ. (< αραβ.) επίθ. budala = α) διανοητικά καθυστερημένος β) ηλίθιος, χαζός. Η λ. Μπουταλάς ως επών. από τον 16ο αι.
Μπουνταλάς, ανόητος, άγαρμπος
ό.π.τ.
:
Μπουνταλά ερίφ μη είσαι
(Μην είσαι βλάκας)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Νταλίγανουια νταλί, μπουταλάια
(Νεαροί παλαβοί, ανόητοι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.