ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπουντατίζω (ρ.) μπουντατίζω [budaˈtizo] Τελμ. μπουτατίζω [buta'tizo] Μαλακ. πουτατίζω [puta'tizo] Φάρασ. πουτατίζου [putaˈtizu] Φάρασ. πουταdίζου [putan'dizu] Κίσκ. μπουνταdού [buda'du] Ουλαγ. πουτατώ [putaˈto] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. budamak = κλαδεύω. Πβ. ποντ. πουταεύω = κλαδεύω.
1. Kλαδεύω ό.π.τ. : Μπουντατίζουμ' τα μεϊβάδια, σόνgρα κουβαλούμ' πάλι ση ράχη μας τα ξύλα, απλώνουμ' τα σο δώμα να ξωρώσου (Κλαδεύουμε τα οπωροφόρα δέντρα, ύστερα κουβαλάμε πάλι στην ράχη μας τα ξύλα, τα απλώνουμε στο δώμα να ξεραθούν) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Μπουdαdώ τ’ αμπέλι μ’ (Κλαδεύω το αμπέλι μου) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Τα ρωίνοσκαμ’ των Τούρκοι να τα μπουνταΐσ’νι (Τα δίναμε (τα αμπέλια) στους Τούρκους να τα κλαδέψουν) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Συνών. κλαδεύω, κορμοκόφτω
2. Μπολιάζω Ουλαγ. Συνών. ασιλατίζω